Σελίδες

ΨΗΦΙΖΩ .....ΣΑΝ ΧΩΡΑ !

Γράφει ο Δημ. Παπανικολάου 
Την, για πολλούς ανέλπιστη, συγκράτηση των ποσοστών της Ελιάς στο 8% στις Ευρωεκλογές βοήθησαν, σύμφωνα με τους αναλυτές, τα προεκλογικά σποτ της τελευταίας προεκλογικής εβδομάδας. Στα οποία μια κοπέλα μιλάει κατευθείαν στην κάμερα και, χωρίς περιστροφές, λέει αποενοχοποιημένη: «είμαι πασόκ, ψηφίζω ελιά». Δεν ξέρω αν αυτές οι διαφημίσεις ήταν όντως ο λόγος χάρη στον οποίο το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα κατάφερε να αποφύγει την κατάρρευση και ενδεχόμενη διάλυση που κάποιοι δημοσκόποι είχαν προβλέψει. Αυτό όμως για το οποίο είμαι σίγουρος είναι ότι στα σποτάκια αυτά μπορεί κανείς να ακούσει το βασικό μήνυμα των ελληνικών εκλογών του 2014.
Γιατί, με όσο τακτ και να προσπαθεί κανείς να το εκφράσει και να το αναλογιστεί, το βασικό μήνυμα των τριπλών εκλογών στις δύο Κυριακές, είναι ότι η χώρα αυτή δεν έχει πάψει, όπως και η κοπέλα στις διαφημίσεις, να είναι πασόκ. Ό,τι κι αν ψηφίζει, όπως και να το διαπραγματεύεται. Και εννοώ προφανώς ότι με τη φράση «είμαι πασόκ» πρέπει να κατανοήσουμε κάτι πολύ ευρύτερο του κόμματος που κάποτε το εξέφρασε και που τώρα μπορεί να φυλλορροεί λιγότερο ή περισσότερο. Εννοώ δηλαδή ότι μπορεί το Πα.Σο.Κ. να έχει τα προβλήματά του. Όμως, την ίδια στιγμή, το πασόκ (λέξη που διαβάζεται μ’ έναν τόνο και γρήγορα, σαν εύχρηστο δισύλλαβο επίρρημα – πώς λες «καλά», «σιγά», «πολύ», «μαζί»), το πασόκ λοιπόν, ως άποψη, ως βαθιά ιδεολογία, ως τρόπος χειρισμού του δημόσιου λόγου, ως προβολή εθνικής τάξης και καιροσκοπική υπέρβαση ιδεολογικών βάσεων, έχει παραμείνει ένας ανεξίτηλος τρόπος να διαπραγματεύεται κανείς στην Ελλάδα το πολιτικό, το κοινωνικό και το εκλογικό.
Αυτό που εδώ ονομάζω πασόκ, είναι προφανώς κάτι που υπερβαίνει τη διαφορά Αριστεράς-Δεξιάς, και ορίζει μια κοινωνία που παγιώθηκε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, που υπηρετήθηκε από όλα σχεδόν τα κόμματα, και τα ντουβάρια της οποίας έχουν μείνει ακλόνητα, παρά το τσουνάμι που έχει περάσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια από πάνω τους. Η ελλιπής και ασυνεπής δημόσια σφαίρα, τα μήντια, οι μηντιάρχες και η διαπλοκή τους, το «ελληνικό τραπεζικό σύστημα», οι πολιτικές αυθεντίες, οι βασικοί παίκτες του Κεφαλαίου, οι βασικοί εργολάβοι δημοσίων έργων, οι όροι διαπλοκής θεάματος/αθλητισμού/επιχειρηματισμού και πολιτικής, οι όροι «διαχείρισης κονδυλίων» (όπου «κονδύλια», ποσά που «έρχονται» και διανέμονται χωρίς λογοδοσία για τη διανομή τους), οι κανόνες κι οι ταρίφες της διαφθοράς, το ίδιο το στυλ του πολιτικού λόγου. Όλα αυτά, έτσι όπως είναι σήμερα, διαμορφώθηκαν τη δεκαετία του ’80 και του ’90 και δεν έχουν αλλάξει. Όπως δεν έχει αλλάξει και ο τρόπος με τον οποίο όλα αυτά συνδέονται και κολακεύουν μια σειρά κοινωνικών αυτοματισμών που έντεχνα από ένα σημείο κι έπειτα προβλήθηκαν ως βαθιά χαρακτηριστικά του Νεοέλληνος: Η εύκολη καταγγελία και η ομοίως εύκολη αρπαχτή, το «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ», το «και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι», η έλλειψη πίστης στους θεσμούς αλλά και η ευκολία με την οποία όλα χρεώνονται στη θεσμική υστέρηση, η εργαλειοποίηση του καθημερινού εθνικισμού και η εκμετάλλευση του πολιτικού θεάματος, η αποφυγή κάθε κουλτούρας της ευθύνης και η αντικατάστασή της με μια κουλτούρα (τζάμπα) μαγκιάς. Το προπάντων-όχι-ρατσιστής μαζί με το πολύ-κουνιέται-η-αδερφή-πολύ-μυρίζει-ο-ξένος. Η μπανάλ εκμετάλλευση του διπλανού και η ταυτόχρονη αποθέωση της παρεϊκότητας. Η περιοδική «νομιμοποίηση» του «αυθαίρετου». Η μόνιμη καταπάτηση του οικοδομικού κώδικα, των παραδοσιακών οικισμών και της περιβαλλοντικής ισορροπίας, και η ταυτόχρονη αποθέωση του «ελληνικού τοπίου» και της «πράσινης ανάπτυξης». Η ταξική κινητικότητα αλλά και η παράλληλη εμβληματοποίηση του νεοπλουτισμού. Η αδιανόητη επιρροή της θρησκείας και η απόλυτη υπονόμευση της πνευματικότητας. Η μόνιμη επίκληση της ιστορίας και της πολιτικής, και η ταυτόχρονη υποτίμηση της ιστορικής ανάλυσης και της πολιτικής διαδικασίας. Η σύνθεση ευρωλατρείας, ευρωάγνοιας, ευρωφοβίας και ευρωδουλικότητας, σε ένα σχιζοφρενικό αμάλγαμα που, το ίδιο, από άλλους ονομάζεται ευρωσκεπτικισμός και από άλλους ευρωπαϊσμός.
Τις τελευταίες δεκαετίες αυτός ο τόπος δεν είναι πια τόσο ρατσιστής, δεν είναι μισαλλόδοξος, δεν είναι ομόφοβος, δεν είναι παραδόπιστος, δεν είναι εθνικιστής, δεν είναι ανεκσυγχρόνιστος, δεν είναι περίκλειστος. Αυτός ο τόπος είναι πασόκ.

Και για να μην μπερδευτεί κανείς: αυτό που περιέγραψα μέχρις εδώ δεν είναι «η Ελλάδα που μας έφερε στην Κρίση», είναι η Ελλάδα που συνεχίζεται, για να μην πω ενδυναμώνεται, με την Κρίση. Είναι μια μακρά διαδικασία και οι όροι που δημιούργησε. Οι όροι στη βάση των οποίων ακόμα και σήμερα προτείνονται οι βασικές πολιτικές πλατφόρμες. Και οι όροι με τους οποίους ψηφίζονται. Όλοι οι πολιτικοί παίκτες, ΟΛΟΙ, ακόμα και αυτοί που, υποτίθεται, τους καταγγέλλουν, καλούνται να τους λάβουν υπ’ όψιν τους. Και όσοι προσπαθούν να ΜΗΝ παίξουν μαζί τους, ακριβώς επειδή αντιμετωπίζουν ένα εκλογικό σώμα που ακόμα μ’ αυτούς τους όρους σκέφτεται, ουσιαστικά αναγκάζονται να μετασχηματίσουν τις επιλογές τους στην πορεία.
Γιατί, εντέλει, μόνο αν τους κατανοήσει κανείς όλους αυτούς τους συνδυασμούς, θα μπορέσει να καταλάβει την ευκολία με την οποία νίκησε ο Καρυπίδης στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, ο Τζιτζικώστας στη Μακεδονία (με αντιπεριφεριάρχη Πατουλίδου και φλερτ με τη Χ.Α.), ο Μπέος στο Δήμο Βόλου, ο Μώραλης στον Πειραιά (ευχαριστώντας στο λόγο του και τους γονείς του για τις «δημοκρατικές αξίες» με τις οποίες μεγάλωσε). Αλλά και πώς γίνεται μια κυβέρνηση που παιανίζει εκσυγχρονισμό, ανάπτυξη και υπευθυνότητα, να στηρίζει τόσο πολύ κάθε προπαγανδιστικό μηχανισμό, να κολακεύει τόσο πολύ κάθε μορφής εθνικισμό, και να αλλάζει μέχρι και την τελευταία στιγμή και τόσο καιροσκοπικά τους όρους της εκλογικής διαδικασίας, από το πότε θα γίνουν οι δημοτικές εκλογές μέχρι την εισαγωγή σταυροδοσίας στις ευρωεκλογές. Μόνο έτσι θα καταλάβει κανείς ενδείξεις που στην αρχή ίσως φαίνονται άσχετες μεταξύ τους, όπως την ευκολία με την οποία σχηματίζεται και αποσχηματίζεται η Ελιά, το γιατί παραμένει ηγέτης του Πα.Σο.Κ. ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τον ίδιο τον Βενιζέλο. Τη δυναμική και την κινητικότητα των ψήφων της Χρυσής Αυγής αλλά και των ΑΝΕΛ. Τη σταδιακή μεταμόρφωση του λόγου του Γιώργου Καμίνη, ιδιαίτερα στα θέματα του μεταναστευτικού, της αστυνόμευσης και της κατάστασης ανάγκης. Τη στάση των καναλιών και των εφημερίδων, αλλά και νέων μέσων όπως τα free press. Το πώς ψήφισε η Κρήτη για περιφέρεια και πώς για Ευρωβουλή, το πώς ψήφισε η Δυτική Ελλάδα ή η Θράκη. Μόνο έτσι θα μπορέσει να παρακολουθήσει το πώς οργανώνει το λόγο του το Ποτάμι – αλλά και το γιατί η κολακεία του δεν πετυχαίνει πάντα και σε όλες τις περιοχές (είναι σαφές ότι στο μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας προτιμούν άλλες εκπομπές). Και ναι, με βάση αυτούς τους όρους, θα μπορέσει να καταλάβει κανείς και τις επιλογές που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, το ποιες επιλογές του βγήκαν, το ποιες δεν του βγήκαν, και το πώς διαμορφώθηκαν τελικά κάποιες από τις τοπικές προεκλογικές του εκστρατείες. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι αστείο να καταγγέλλεται μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα που κινδυνεύει να μεταμορφωθεί σε «παλιό ΠαΣοΚ». Τη στιγμή που, όπως αποδεικνύεται, ανεξίτηλα πασόκ παραμένει ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί πολιτικά αυτή η χώρα, από τα πιο δεξιά στα πιο αριστερά της.
Δεν περιγράφουν όλα αυτά μια πολιτική ρευστότητα, αλλά το αντίθετο, προς το παρόν μια σχετική πολιτική στατικότητα, σε πείσμα των καιρών. Όσο και αν δεν προτιμάμε να το βλέπουμε, οι πρόσφατες εκλογές έδειξαν ότι υπάρχει ένα παλιό πλαίσιο το οποίο επιβιώνει, όσο κι αν στην επιφάνεια όλο και περισσότερο καταγγέλλεται. Αυτό, το παλιό πλαίσιο, ήταν ο νικητής των εκλογών, αυτό προσδιορίζει και τον γόρδιο δεσμό που οι προοδευτικές πολιτικές, οι προοδευτικοί πολιτικοί και η προοδευτική πολιτική όλων μας θα πρέπει τώρα να λύσει.
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 30