Σελίδες

ΠΟΕ ΟΤΑ: Παζαρεύει την «αξιολόγηση»

Η πλειοψηφία της ΠΟΕ ΟΤΑ επιχείρησε χθες να «καταρρίψει με τεκμηριωμένα στοιχεία τη συγκριτική "αξιολόγηση" των δημόσιων υπαλλήλων και των δημοτικών υπαλλήλων όπως την προωθεί η κυβέρνηση με τις διατάξεις του Ν. 4250 / 2014». Γι' αυτόν το σκοπό, παρουσίασε μελέτη του Διοικητικού Επιμελητηρίου Ελλάδας για το νομοθετικό πλαίσιο της αξιολόγησης στην Ελλάδα διαχρονικά από το 1992.
Από το κείμενο της ΠΟΕ ΟΤΑ και τη μελέτη που παρουσίασε απουσιάζει κάθε αναφορά στους πραγματικούς στόχους της αξιολόγησης και τον τρόπο που συνδέεται με τη δημιουργία ενός φθηνότερου και πιο ευέλικτου κράτους, στην υπηρεσία των επιχειρηματικών ομίλων. Κατά τον ίδιο τρόπο, δε γράφεται κουβέντα για τους στόχους που υπηρετεί η αξιολόγηση στους δήμους, η οποία συνοδεύεται από απολύσεις και διευκολύνει την παραπέρα παράδοση υπηρεσιών στους ιδιώτες, τη μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση όσων παραμείνουν στους δήμους, σε βάρος των εργαζομένων και των δημοτών.
Στον αντίποδα, αξιοποιώντας τη μελέτη, η πλειοψηφία της ΠΟΕ ΟΤΑ καταγγέλλει την κυβέρνηση για «μη συνεπή εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος 318 / 1992» για την αξιολόγηση στο Δημόσιο, το οποίο μάλιστα οδηγήθηκε σε «ανυποληψία και σε εκτεταμένη παράλειψη εφαρμογής του» με την «αλλαγή των κριτηρίων αξιολόγησης κατά το 1999, με τον εισαχθέντα τότε νέο Υπαλληλικό Κώδικα (Ν. 2683 / 1999) και τη νέα τροποποίηση των κριτηρίων αξιολόγησης με τον καινούργιο Υπαλληλικό Κώδικα (Ν. 3528 / 2007)».
Ακολουθεί μια γενικευμένη κριτική στα συστήματα της αξιολόγησης που υιοθετήθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του Ν. 4250 / 2014. Από αυτήν την κριτική, ξεχωρίζουν τα εξής σημεία: «Στην ελληνική διοικητική πραγματικότητα τόσο των κεντρικών δημόσιων υπηρεσιών όσο και των περιφερειακών και των αυτοδιοικητικών, δεν εφαρμόζονται βασικά και σημαντικά εργαλεία αξιολόγησης που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ως καλές πρακτικές και στη δημόσια διοίκηση.
Αντίθετα από την προηγούμενη παρατήρηση, κινείται σε εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση η τυφλή αντιγραφή ενός συστήματος, όπως επιχειρείται με τις διατάξεις του Ν. 4250 / 2014, οι οποίες επιβάλλουν το σύστημα της force distribution (δυναμικής κατανομής) ή συγκριτικής αξιολόγησης, όπως καταγράφεται στα ελληνικά, σε μια άλλη πραγματικότητα από αυτήν των αμερικανικών πολυεθνικών εταιρειών (...)
Ακόμα και σε αυστηρό τεχνικό επίπεδο, ο νόμος δε διακρίνεται για την αρτιότητά του, αφήνοντας πολλά κενά και παραθέτοντας μαζί διατάξεις με έντονη υποχρεωτικότητα που μάλιστα ελέγχεται αυστηρά (π.χ. η αυστηρή τήρηση της ποσόστωσης για τους "ανεπαρκείς υπαλλήλους"), με άλλες διατάξεις με μηδαμινή ρυθμιστική βαρύτητα (π.χ. καταγραφή μέτρων για βελτίωση απόδοσης εργαζομένου).
Εν τέλει, καταδεικνύεται ότι το σύστημα του Ν. 4250 / 2014 είναι τόσο προβληματικό και ακατάλληλο για το σκοπό που καλείται να επιτελέσει, που, στην περίπτωση που εφαρμοστεί, να αναμένεται με βεβαιότητα η εμφάνιση περαιτέρω προβληματικών καταστάσεων στις σχέσεις των δημόσιων υπαλλήλων και στο γενικότερο κλίμα εντός των δημόσιων υπηρεσιών. Ιδίως αναμένεται να υπονομευτεί η ομαδικότητα και να επικρατήσει ο ατομισμός - αριβισμός. Με τα παραπάνω δεδομένα, προφανώς το νέο σύστημα όχι μόνο δε θα συνεισφέρει στην πραγματική αξιολόγηση που έχει έντονα ανάγκη η ελληνική διοίκηση, αλλά κινείται σε σαφώς αντίθετη κατεύθυνση».
Τέλος, η ΠΟΕ ΟΤΑ ισχυρίζεται ότι «σε καμία δημόσια διοίκηση αναπτυγμένου κράτους δεν εφαρμόζεται αυτό το σύστημα, αλλά, αντίθετα, οι υπάλληλοι αξιολογούνται με βάση επαρκή στοιχεία, γνωστά εκ των προτέρων κριτήρια και από αξιόπιστους αξιολογητές (...) όλα τα κριτήρια που υπάρχουν είναι ασαφή και δεν μπορούν να μετρηθούν. Το χειρότερο όμως είναι ότι, γενικά, δε γίνονται μετρήσεις (...) το σύστημα αυτό, της συγκριτικής ή δυναμικής αξιολόγησης, απαιτεί μεγάλους αριθμούς για να εφαρμοστεί (άνω των 500 ατόμων) και δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε δήμους που έχουν μερικές δεκάδες υπαλλήλων».
Τι αποδεικνύεται; Οτι η πλειοψηφία της ΠΟΕ ΟΤΑ διαφωνεί με πλευρές της αξιολόγησης και όχι με την ουσία του μέτρου. Γι' αυτό επιχειρηματολογεί υπέρ μιας «άλλης» αξιολόγησης και ισχυρίζεται ότι υπάρχουν κράτη και κυβερνήσεις που χρησιμοποιούν πιο αποτελεσματικά συστήματα για τους εργαζομένους στο Δημόσιο. Με ποια κριτήρια, όμως, θα μπορούσε το αστικό κράτος να αξιολογήσει «δίκαια» τους υπαλλήλους του, από τη στιγμή που τους θέλει πειθήνια όργανα στην υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής;
Να γιατί η συνδικαλιστική πλειοψηφία δεν μπορεί να οργανώσει με προϋποθέσεις νίκης τη σύγκρουση με την κυβέρνηση και επί της ουσίας διαπραγματεύεται άλλους όρους για την αντιδραστική αξιολόγηση. Να γιατί οι εργαζόμενοι πρέπει να ξεπεράσουν την πλειοψηφία της ΠΟΕ ΟΤΑ, να εμπιστευτούν τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ, να πάρουν τα πρωτοβάθμια σωματεία στα χέρια τους την οργάνωση της πάλης.